- αδάπανος
- η , ο [ος , ον ] не требующий расходов;
αδάπανη επιχείρηση — предприятие, не требующее больших затрат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδάπανη επιχείρηση — предприятие, не требующее больших затрат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδάπανος — without expense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδάπανος — η, ο (Α ἀδάπανος, ον) [δαπάνη] 1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά 3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη … Dictionary of Greek
αδάπανος — η, ο αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, ανέξοδος: Η επιχείρηση δυστυχώς δεν ήταν αδάπανη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδαπανώτατον — ἀδάπανος without expense masc acc superl sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπάνως — ἀδάπανος without expense adverbial ἀδάπανος without expense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάπανον — ἀδάπανος without expense masc/fem acc sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπανώτατος — ἀδάπανος without expense masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπανώτερα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπάνου — ἀδάπανος without expense masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάπανα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάπανε — ἀδάπανος without expense masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)